|
Ιστορικό
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΣΚΛΑΤΑΙΝΑΣ
Η
Σκλάταινα
(σημ. Ρίζωμα) είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της επαρχίας
Τρικάλων με μεγάλη ιστορία αλλά και πλούσια σύγχρονη οικονομική,
πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Η πρώτη αναφορά στο χωριό μας
γίνεται σε ένα χειρόγραφο του 1163 μ.Χ. , το οποίο συντάχθηκε κατ'
απαίτηση του τότε επισκόπου Σταγών επί αυτοκράτορα Μανουήλ
Α' Κομνηνού. Το πρώτο μέρος του φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής
Βαρλαάμ (στ. 1-1 03) και το δεύτερο μέρος (στ. 1 04-158) στην
Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων. Η Σκλάταινα αναφέρεται επίσης σε
ένα χρυσόβουλλο του 1336 του Ανδρονίκου Γ' Παλαιολόγου καθώς και
σε ένα σιγιλλιώδες γράμμα του έτους 1393 του οικουμενικού
πατριάρχη Αντωνίου Δ'. Οι δύο τελευταίες αναφορές είναι
αντιγραμμένες στον βορινό τοίχο του εσωνάρθηκα του Ιερού Ναού
Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας. Στα χειρόγραφα αυτά αναφέρονται
τα όρια της επισκοπής Σταγών. Αρχίζουν από το χωριό Βοϊβόντα,
το οποίο παλαιότερα το ονόμαζαν Βλάχους ή Παλαιοβλάχους,
κατεβαίνουν στο χωριό Τραμπουχούνιστα, προχωρούν προς το
Ξηρόρεμα της Σθλάτενας και καταλήγουν στα αμπέλια της
Τραμπουχούνιστας
Μολονότι δεν έχουμε -αυτήν την στιγμή
τουλάχιστον- σχετικά ιστορικά τεκμήρια, εντούτοις κατέχουμε
σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε
την ζωή των κατοίκων του χωριού μας πολύ πιο πίσω. Οι ανασκαφές
στο σπήλαιο της Θεόπετρας π.χ. μας μεταφέρουν στην
Παλαιολιθική(100.000 μέχρι 10.000 π.Χ.) και στην Νεολιθική εποχή
(10.000-3.000 π.Χ.). Οι κάτοικοι του σπηλαίου αυτού ήταν ασφαλώς
συγγενείς με τους κατοίκους οι οποίοι ζούσαν στις "Μπιστιριές"
της Σκλάταινας. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι στο χωριό μας
έζησαν και έδρασαν οι πρώτοι άνθρωποι της αυγής της ανθρώπινης
ιστορίας.
Στην ομηρική εποχή πρέπει ασφαλώς οι
Σκλαταινιώτες να πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τους
πολεμιστές της Τρίκκης, της Ιθώμης και της Οιχαλίας με
επικεφαλής τους γιους του Ασκληπιού Ποδαλείριο και
Μαχάονα, της Μελιβοίας με αρχηγό τον Φιλοκτήτη, των
Μαγνήτων με αρχηγό τον Πρόθοο, των Περραιβών και Αινιάνων με
αρχηγό τον Γοννέα και τέλος των Μυρμιδόνων με αρχηγό τον θρυλικό
ημίθεο Αχιλλέα.
Μέχρι τους ιστορικούς χρόνους συνυπάρχουν
στην Θεσσαλία διάφορες ομοσπονδίες (το κοινόν των Μαγνήτων, των
Περραιβών, των Δολόπων κλπ.). Τα θεσσαλικά φύλα κατοικούσαν μέχρι
τα τελευταία ιστορικά χρόνια στις ίδιες περιοχές, στις οποίες
έδωσαν και τα ονόματά τους. Η σημερινή περιοχή του νομού Τρικάλων
λεγόταν κατά τους αρχαίους χρόνους Εστιαιώτις. Η πόλη Τρίκκη,
πρωτεύουσα της Εστιαιώτιδος, ήταν γνωστή ήδη από την μυκηναϊκή
εποχή και μνημονεύεται από τον Όμηρο στον "Νηών κατάλογο" (Β
729-733). Εξακολούθησε όμως να κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των
θεσσαλικών πόλεων και στα ιστορικά χρόνια. Δεν έχουμε ιστορικές
μαρτυρίες για το χωριό μας από την εποχή αυτή. Πρέπει ωστόσο
βασίμως να υποθέσουμε ότι μετείχε σε όλες τις δραστηριότητες των
κατοίκων της περιοχής.
Δεν έχουμε επίσης άμεση αναφορά των
σχετικών πηγών, θεωρείται ωστόσο ως εντελώς σίγουρο ότι ο Μέγας
Αλέξανδρος πέρασε και ενδεχομένως διανυκτέρευσε στην Σκλάταινα.
Σύμφωνα με τον Αρριανό (Ανάβασις I 7, 5) ο Μέγας Αλέξανδρος
διανυκτέρευσε στην Πέλιννα, στο κάστρο της Κοκκώνας (προς Β. του
σημερινού χωριού Πετρόπορος), κατά την κάθοδό του προς την Νότια
Ελλάδα εναντίον των επαναστατημένων Θηβαίων. Είχε εξάλλου και έναν
πρόσθετο λόγο να προτιμήσει αυτό το πέρασμα της Σκλάταινας: Καθώς
βιαζόταν να προχωρήσει γρήγορα προς Νότον, έπρεπε να περάσει από
την σταθερή σύμμαχο Πέλιννα και να αποφύγει την Τρίκκη, η οποία
διέκειτο εχθρικώς προς τους Μακεδόνες. Μολονότι λοιπόν δεν είναι
επιβεβαιωμένο από τις πηγές, εντούτοις είναι από τα πράγματα
σίγουρο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος το 335 π.Χ. πέρασε από την
Σκλάταινα, προτού συνεχίσει τον δρόμο του προς την Θήβα.
'Ενα χρόνο ύστερα από την διέλευσή του
από την Σκλάταινα (το 334 π.Χ.) οι πολεμιστές της Εστιαιώτιδος (δηλαδή
του σημερινού Νομού Τρικάλων) μαζί με τους άλλους Θεσσαλούς
ακολούθησαν τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. Οι
ορεινοί Τυμφαίοι (κάτοικοι του σημερινού Κονισκού και των γύρω
χωριών και άρα και της Σκλάταινας) με 1500 άνδρες αποτελούσαν την
2η τάξη της φάλαγγας των πεζεταίρων με αρχηγό τον ταξίαρχο Φίλιππο
του Αμύντα και διακρίθηκαν για την γενναιότητά τους στην μάχη του
Γρανικού ποταμού. Αλλά και το θεσσαλικό ιππικό, στο οποίο πρέπει
να μετείχαν και οι Σκλαταινιώτες, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην
μάχη αυτή και γενικά στην επιτυχή έκβαση της εκστρατείας του
Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο μεταξύ ήδη από τον πρώτο αιώνα μ.Χ.
έχουμε διάδοση του Χριστιανισμού στην Θεσσαλία. Η Τρίκκη μάλιστα
αποτέλεσε νωρίς έδρα επισκοπής με πρώτο γνωστό επίσκοπο τον
Διόδωρο, ή κατ' άλλους Θεόδωρο, ο οποίος πήρε μέρος στην Α'
Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. μαζί με
τον Λαρίσης Αχίλλειο. Τα πρόσφατα ανασκαφικά δεδομένα της περιοχής
επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι οι Σκλαταινιώτες μαζί με τους άλλους
κατοίκους της περιοχής Τρικάλων έγιναν πολύ νωρίς Χριστιανοί και
μετείχαν ενεργώς στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Το 1340 ο Σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν
(1331-1355) καταλαμβάνει τηνΘεσσαλία και την προσαρτά στην σερβική
αυτοκρατορία του. Προσπαθώντας μάλιστα να εμφανισθεί ως ο φυσικός
κληρονόμος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, παίρνει τον τίτλο "αυτοκράτωρ
της Ρωμανίας, δεσπότης της Άρτας και κόμης της «Θεσσαλίας». Μία
από τις οχτώ ηγεμονίες, στις οποίες διένειμε το κράτος του,
αποτέλεσε η Θεσσαλία με πρωτεύουσα τα Τρίκαλα, την οποία έδωσε
στον αδελφό του Συμεών. Άτομο με πνευματικές ανησυχίες και
επηρεασμένο από το θρησκευτικό πνεύμα της εποχής του ο τελευταίος
συνέβαλε μαζί με τον γιο του Ιωάσαφ στην ίδρυση των μονών των
Μετεώρων. Σε μια εποχή αβεβαιότητας και ταραχών λοιπόν η περίοδος
της Σερβοκρατίας στην Θεσσαλία συνδέθηκε με την ακμή του
μοναστηριακού βίου, στην οποία μεγάλο ρόλο έπαιξε ως γνωστόν η
Σκλάταινα, για να βυθισθεί στην συνέχεια επί 400 χρόνια στο
σκοτάδι της Τουρκοκρατίας, όπως και ολόκληρος ο Ελληνισμός.
Όπως και κατά την διάρκεια όλων των
ιστορικών περιόδων, έτσι και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η
Σκλάταινα ήταν σημαντικό και πλούσιο χωριό. Στην "καταγραφή
χωραφιών των εκκλησιών Τρίκκης και Σταγών επί Αλή πασά", η οποία
περιέχεται στον κώδικα Τρίκκης, αναφέρεται π.χ. η Σκλάταινα με 436
στρέμματα, η Βοηβότα με 315, η Ζούλιανη με 320, η Βάνια με 116 και
το Κουβέλτσι με 77. Στον ίδιο κώδικα περιέχεται επίσης μια
απογραφή των σπιτιών, σύμφωνα με την οποία η Σκλάταινα με 38
σπίτια καταλαμβάνει την τρίτη θέση μετά την Καλαμπάκα με 130 και
την Βοηβότα με 50, ενώ το Αρδάνι έχει 30 σπίτια, η Βάνια 18 και η
Ράξα 8. Από τα δεδομένα αυτά λοιπόν προκύπτει ότι στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας η Σκλάταινα ήταν σημαντικό και πλούσιο χωριό. Οι
συνθήκες της κλειστής αγροτικής οικονομίας της εποχής μάς
επιτρέπουν να υπολογίσουμε ότι σε κάθε σπίτι κατοικούσε μια
πολυμελής οικογένεια των είκοσι μέχρι πενήντα περίπου μελών. Ας
μην ξεχνούμε εξάλλου ότι ακόμα στην δεκαετία του 1920 η οικογένεια
των Λιουτάδων αποτελούνταν από 40 περίπου άτομα. 'Ετσι μπορούμε να
υπολογίσουμε ότι την εποχή αυτή η Σκλάταινα είχε πληθυσμό που
πλησίαζε τους 1500 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός αποχτά σημασία,
μόνον αν τον δούμε συγκριτικά. Ξέρουμε π.χ. ότι το 1828 τα Τρίκαλα
είχαν συνολικό πληθυσμό περίπου 6.000 κατοίκους.
Ο αρχικός πυρήνας του χωριού φαίνεται
πως βρισκόταν στο σημερινό Παλιογάστρι, το οποίο πρέπει να
αποτελούσε την κεντρική πλατεία του. Στην συνέχεια, και πιθανόν
ύστερα από το γεγονός ότι έγινε τσιφλίκι το χωριό, κτίστηκε το
κονάκι στην θέση του σημερινού Δημοτικού Σχολείου με τις αποθήκες
και τα άλλα βοηθητικά κτίσματα και το χωριό άρχισε να επεκτείνεται
προς τα ανατολικά, 0πωσδήποτε όμως πάνω από το καλντερίμι (τον
λιθόστρωτο κεντρικό δρόμο). Το χτίσιμο της Αγίας Παρασκευής το
1868 και του Δημοτικού Σχολείου από τον Α.Συγγρό απέναντι
από την εκκλησία γύρω στα 1900 μετέθεσε οριστικά το κέντρο του
χωριού από το Παλιογάστρι στο καινούργιο Μεσοχώρι.
Τόσο η προφορική παράδοση όσο και
διάφορα κατάλοιπα οδηγούν στην διαπίστωση ότι παλιότερα υπήρχαν
γύρω από τον κεντρικό πυρήνα της Σκλάταινας και διάφοροι άλλοι
οικισμοί, οι οποίοι προέκυψαν μάλλον ως κτηνοτροφικές
εγκαταστάσεις. Καλλιεργώντας τα χωράφια, οι χωριανοί μας έχουν
βρει και βρίσκουν κατά καιρούς αρκετά υπολείμματα των οικισμών
αυτών. Ως τέτοιοι οικισμοί αναφέρονται το Οσμάνιον (Ασμάνι)
και η Τρυφούνιστα (στα βοεβοτινά τα δέντρα). Δεν
αναφέρονται οι Κομπρήδες και το Βαένι στα βόρεια και βορειοδυτικά
του χωριού αντιστοίχως, όπου όμως είναι εμφανή τα υπολείμματα
οικισμών .Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το 1803 κτίσθηκε ο
σημερινός ενοριακός ναός του Αγίου Αθανασίου, πρέπει να υποθέσουμε
ότι είχε προηγηθεί λίγο πριν από το 1800 ο συνοικισμός, αυξάνοντας
έτσι τις λατρευτικές ανάγκες του χωριού και καθιστώντας αναγκαία
την οικοδόμηση καινούργιας εκκλησίας. Από τότε πρέπει να άρχισε
μια περίοδος οικονομικής ακμής και πνευματικής ανάπτυξης του
χωριού. Η ανάπτυξη αυτή οδήγησε και σε ανάλογη πληθυσμιακή έξαρση.
Αλλιώς δεν δικαιολογείται η οικοδόμηση νέας εκκλησίας, της Αγίας
Παρασκευής, το1868 και παράλληλα η επέκταση του χωριού προς τα
ανατολικά.
Οι Σκλαταινιώτες πήραν μέρος σε όλα
τα επαναστατικά κινήματα, τα οποία οδήγησαν στην απελευθέρωση της
Θεσσαλίας το 1881. Σε ένα από αυτά σύμφωνα με τον ιστορικό Μ.
Σεϊζάνη, πήρε μέρος και κάποιος Ε. Κατσαρός "οδηγών σώμα Σλατενίων".
Στον πόλεμο του 1897 οι Τούρκοι ανακατέλαβαν τα Τρίκαλα και την
περιοχή. Τα γυναικόπαιδα του χωριού μας κατέφυγαν τότε στον
Κόζιακα, όπου γεννήθηκε ο Γεώργιος Γραβάνης, μετέπειτα πρόεδρος
του χωριού, ο οποίος εξαιτίας του γεγονότος αυτού επονομάσθηκε "Κόζιακας".
ύστερα από ένα χρόνο οι Τούρκοι αποχώρησαν οριστικά από την
περιοχή. Πρωτοστάτησαν επίσης οι Σκλαταινιώτες στους αγώνες της
αγροτιάς εναντίον των σφετεριστών της πατρώας γης, την οποία οι
αγρότες είχαν ποτίσει με ιδρώτα και αίμα, δηλ. στους αγώνες για
απαλλοτρίωση. Η πρώτη σχετική αγροτική εξέγερση εκδηλώθηκε το 1884
στο χωριό μας και αποτέλεσε πρόδρομο του Κιλιλέρ (Μάρτος 191 0).
Τα γεγονότα έφερε στο φως με έρευνες στις εφημερίδες της εποχής ο
Τρικαλινός ιστοριοδίφης Ν. Γιαννούλης (1990). Από τις
ανταποκρίσεις και τις επιστολές στις εφημερίδες προκύπτει ότι με
την προσάρτηση της Θεσσαλίας οι γεωργοί της Σκλάταινας και της
Βάνιας, οι οποίοι εργάζονταν ως κολλήγοι στα χωράφια του
τσιφλικιού ιδιοκτησίας Κ. Μουσούρου, ξεσηκώθηκαν και
κατέλαβαν τα κτήματα. Αναγκάστηκε μάλιστα να επέμβει η χωροφυλακή
και να κάνει χρήση των όπλων, για να τους απωθήσει από αυτά και να
τα παραδώσει ξανά στον τσιφλικά ιδιοκτήτη τους. Το γεγονός μάλιστα
στάθηκε αφορμή να δημιουργηθεί διπλωματικό ζήτημα ανάμεσα στην
ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση. Είκοσι έξι χρόνια λοιπόν πριν
από την εξέγερση των αγροτών στο Κιλελέρ (Μάρτιος 1910)
έχουμε στην Σκλάταινα μια καθαρά αγροτική εξέγερση εναντίον του
καθεστώτος των τσιφλικάδων , η οποία εν πολλοίς εξακολουθεί να
παραμένει άγνωστη ακόμα και στους ειδικούς. Σε ανάμνηση της
αγροτικής αυτής εξέγερσης καθιερώθηκε από τον Δήμο Παραληθαίων και
γιορτάζεται κάθε Φθινόπωρο η "γιορτή του αγρότη".
Και μετά από την απελευθέρωση της
Θεσσαλίας από τους Τούρκους όμως ο φόρος αίματος, τον οποίον
πλήρωσαν οι Σκλαταινιώτες κατά τους αγώνες του έθνους, ήταν πάντα
πολύ υψηλός. Στους βαλκανικούς πολέμους, στον πρώτο παγκόσμιο
πόλεμο και στην μικρασιατική καταστροφή οι Σκλαταινιώτες έδωσαν
ανάμεσα στους πρώτους το "παρών". Επίσης στον πόλεμο της Αλβανίας
πήρε μέρος το 50 Σύνταγμα Τρικάλων με πολλούς Σκλαταινιώτες. Στην
συνέχεια έχουμε την Γερμανο-Ιταλική κατοχή και αμέσως μετά από την
πείνα, εξαιτίας της οποίας το χωριό είχε 42 θύματα, άρχισε τον
Φεβρουάριο του 1943 η οργάνωση της εθνικής αντίστασης. Η γερμανική
κατοχή κράτησε στην περιοχή μας ένα χρόνο περίπου (Οκτώβριος 1943
μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1944). Κατά την περίοδο αυτή οι Γερμανοί
προσπάθησαν με ιδιαίτερα σκληρά μέτρα να κάμψουν το φρόνημα των
κατοίκων και να διαλύσουν κάθε εστία αντίστασης, ενώ αποχώρησαν με
ακόμη μεγαλύτερη θηριωδία, λεηλατώντας και καίγοντας το χωριό και
εκτελώντας πέντε επίλεκτους Σκλαταινιώτες και έναν Βανιώτη. Τέλος,
ο εμφύλιος πόλεμος είχε και αυτός πολλά θύματα, ευτυχώς όμως παρ'
όλη την οξύτητα, την οποία πήρε και στο χωριό μας, είναι ευχάριστο
το γεγονός ότι δεν βάφτηκαν με αίμα χέρια από φόνο συγχωριανού.
Την ιστορία της Σκλάταινας από
την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος (1881 )
μέχρι το 1932 δεν μπορεί να την μελετήσει κανείς με βάση γραπτές
πηγές, διότι δεν διασώθηκε ληξιαρχικό αρχείο. Από το 1932 και
μετέπειτα διασώζεται το βιβλίο πράξεων του κοινοτικού συμβουλίου
και έτσι μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία για την διοίκηση και την
ζωή του χωριού. Η πιο ενδιαφέρουσα πηγή είναι το μητρώο αρρένων με
στοιχεία από το 1842, στο οποίο βέβαια οι εγγραφές έγιναν αργότερα
(1967) βάσει διάφορων στοιχείων .
Από τα πρώτα έργα τα οποία
έγιναν και βελτίωσαν την εικόνα του χωριού μετά από τον πόλεμο
ήταν η δενδροφύτευση στην κορυφή της Τζούγκζας. Η πρώτη προσπάθεια
έγινε το 1948 και η δεύτερη το 1955. Η δεύτερη ζώνη
δενδροφυτεύθηκε αργότερα. Ως πρότυπο πρέπει μάλλον να λειτούργησε
το δασύλλιο του Αη-Λια στα Τρίκαλα, το οποίο άρχισε να φυτεύεται
με πεύκα και κυπαρίσσια το 1931. Η δενδροφύτευση έγινε από τους
δασκάλους και τα παιδιά του σχολείου.
Στην δεκαετία του 1960 δενδροφυτεύθηκαν επίσης με
πεύκα και κυπαρίσσια η ανατολική Μαγούλα (η παζαριώτικη) και με
αμυγδαλιές η δυτική. Αργότερα (δεκαετία του 1970) φυτεύθηκε και η
δεύτερη ζώνη της Τζούγκζας και τέλος ο Μπουρντόβολος.
Πριν από το 1930 ο δρόμος
προςτην Ράξα και τα Τρίκαλα ήταν σχεδόν άβατος. Όλη η περιοχή
εξάλλου από τα Πουτόκια, τα Φκουλογγιά, τις Φυτειές, τις
Μπριάντζες και τον Κερήμαγα και κάτω ήταν μέχρι το 1950 ένα έλος
με ψηλά καλάμια και ραγόζια. Πρώτος ο ενοικιαστής Γεώργιος
Μουσούρος-Γκίνης περίπου το 1890 χάραξε τον δρόμο μέχρι τα σύνορα
της Ράξας. Στην συνέχεια ο γιατρός Δ. Οικονόμου ως πρόεδρος της
κοινότητας έβαλε προσωπική εργασία και ανάγκασε κάθε οικογένεια να
"σηκώσει" τέσσερα μέτρα χαντάκι, έτσι ώστε να στραγγίσει ο δρόμος.
Στην συνέχεια κύρια φροντίδα των περισσότερων προέδρων της
κοινότητας ήταν να στρώσουν με χαλίκι τον δρόμο. Οπωσδήποτε πάντως
μέχρι το 1956 σε περίπτωση βροχερού καιρού η συγκοινωνία με τα
Τρίκαλα γινόταν μέσω Αρδανίου ή Βοεβότας ή Κουβελτσίου, από όπου
έπαιρνε κανείς ή το λεωφορείο ή το τραίνο προς και από Καλαμπάκα.
Η Βοεβότα και το Κουβέλτσι ήταν από τα τυχερά γειτονικά χωριά,
διότι ήδη από το 1887 είχε ολοκληρωθεί η σιδηροδρομική γραμμή
Βόλου-Καλαμπάκας. Την άνοιξη του 1956 η Βάνια πήρε γραμμή ΚΤΕΛ και
οι Σκλαταινιώτες πήγαιναν από εκεί στα Τρίκαλα. Στην Σκλάταινα δεν
μπορούσε να γίνει κάτι ανάλογο, διότι δεν υπήρχε γέφυρα στην Ράξα,
η οποία άρχισε να κατασκευάζεται το καλοκαίρι του 1956. Το πρώτο
λεωφορείο ήρθε στο χωριό στις 18-3-1957. Στην αρχή ερχόταν μόνο
κάθε Δευτέρα, ύστερα άρχισε να έρχεται δυο φορές την εβδομάδα (Δευτέρα
και Σάββατο) και στην συνέχεια άρχισαν να πυκνώνουν τα δρομολόγια.
Τέλος, το 1980 ασφαλτοστρώθηκε όλος ο δρόμος προς τα Τρίκαλα.
Για την ιστορία της
εκπαίδευσης της Σκλάταινας έχουμε λίγες σχετικώς μαρτυρίες, οι
οποίες ωστόσο μας επιτρέπουν να ισχυρισθούμε ότι και στον τομέα
της παιδείας το χωριό μας ξεχώριζε από τα άλλα χωριά της περιοχής.
'Ηδη από το 1840 αναφέρεται η λειτουργία (αλληλοδιδακτικού)
σχολείου στην Σκλάταινα. Από το 1911 σώζονται μαθητολόγια και
πλήρη σχεδόν στοιχεία λειτουργίας του σχολείου. Κυρίαρχες μορφές
είναι του Θεόφιλου Εφραιμίδη και του Παναγιώτη Δημουλά και στην
συνέχεια της Ραξιώτισσας δασκάλας Αγγελικής Σωτηροπούλου, η οποία
δεν καταγόταν από την Ράξα, αλλά από το Ναζήρι Μεσσηνίας, του
Δημητρίου Πούλιου από τα Ζαβλάντια, του Θωμά Τσιανάκα, της
Σωτηρίας Πολίση, του Ηλία Κωστόπουλου και άλλων νεότερων
Στα μέσα της δεκαετίας
του 1960 αρχίζει η παρακμή του σχολείου με απότομη μείωση του
αριθμού των μαθητών , η οποία οδηγεί σε συνεχή υποβάθμιση της
οργανικότητάς του. 'Ετσι από το σχολικό έτος 1971-2 υποβιβάζεται
σε 5/θέσιο, μετά από λίγα χρόνια γίνεται 4/θέσιο και από το
1989/90 λειτουργεί ως τριθέσιο με λιγότερους από 40 μαθητές σήμερα.
Το Νηπιαγωγείο της Σκλάταινας εγκαινιάσθηκε στις 9-11-1966 με
25-30 νήπια καταρχήν και αριθμό συνεχώς φθίνοντα στην συνέχεια.
Τέλος, το Γυμνάσιο της Σκλάταινας ιδρύθηκε το 1979, προκειμένου να
καλύψει τις ανάγκες και των γύρω χωριών. Η εξέλιξη του αριθμού των
μαθητών από το 1979-80 μέχρι σήμερα αντικατοπτρίζει το δημογραφικό
πρόβλημα του χωριού μας και όλης της ελληνικής υπαίθρου.
Τέλος, η Σκλάταινα
έχει πλούσια εκκλησιαστική και αγιαστική ζωή με πολλές και ωραίες
εκκλησίες, με εξέχον τέκνο της τον όσιο Φιλόθεο, δεύτερο κτήτορα
της μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων, με επιφανή επισκέπτη τον
πατρο-Κοσμά τον Αιτωλό και με μια πλειάδα ιερέων, λειτουργών του
Υψίστου σε όλη την περιοχή.
Στην δεκαετία του 1950 αρχίζει και στην δεκαετία
του 1960 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη ένα μεγάλο ρεύμα εσωτερικής
και εξωτερικής μετανάστευσης. Πολλοί συγχωριανοί μας αναζητούν
εργασία και καλύτερη τύχη στην Αθήνα, στην Αυστραλία και στην
Γερμανία με αποτέλεσμα οι εκτός Σκλάταινας Σκλαταινιώτες να είναι
πλέον περισσότεροι από αυτούς που ζουν στο χωριό. Και ενώ
μεταναστεύουν με την ελπίδα να βελτιώσουν την οικονομική τους
κατάσταση και την προσδοκία να γυρίσουν πίσω, συνήθως μένουν για
πάντα στην δεύτερη πατρίδα τους. Παράλληλα παντρεύονται όχι πλέον
μόνον κορίτσια ή αγόρια από το χωριό. 'Ετσι τα παιδιά τους δεν
έχουν πλέον βιώματα και εμπειρίες από την Σκλάταινα και ασφαλώς
δεν αισθάνονται ως Σκλαταινιώτες ή Σκλαταινιώτισσες.
Αλλά και η ζωή στο χωριό μας,
όπως και στην Ελλάδα γενικά, άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια.
Όχι μόνον διότι κτίζονται διαφορετικά τα σπίτια ή διότι έχουν
ασφαλτοστρωθεί οι δρόμοι, διότι είναι διαφορετική η συγκοινωνία ή
διότι γίνονται διαφορετικά οι διάφορες εργασίες, αλλά κυρίως διότι
οι άνθρωποι έμαθαν να σκέφτονται διαφορετικά, να τραγουδούν
διαφορετικά, να χαίρονται διαφορετικά,
να λυπούνται διαφορετικά και γενικά έμαθαν να ζουν
διαφορετικά. Εμείς που ζούμε μέσα σε αυτήν την διαδικασία της
μεταβολής δεν την καταλαβαίνουμε ασφαλώς και τόσο εύκολα. Έντονα
την διαπιστώνουν κυρίως οι μετανάστες οι οποίοι παλιννοστούν στην
πατρίδα και συναντούν ένα άλλο χωριό, με άλλους χωριανούς. Δεν
είναι μόνον οι νέοι διαφορετικοί. Ακόμα και οι παλιοί έχουν
αλλάξει,
δεν είναι όπως παλιά. Για αυτό πολλές φορές οι
μετανάστες δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ζήσουν πλέον στο χωριό,
αλλά προτιμούν να διατηρούν στο μυαλό τους την εικόνα του, όπως
την είχαν αφήσει φεύγοντας.
Αχιλ. Γ. Καψάλης
Καθηγητής
Πανεπιστημίου Μακεδονίας |
Φωτογραφίες
|
|
|
|